- κτυπητήρι
- τό1) взбивалка, венчик; 2) дверное кольцо (для стучанья), дверная колотушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτυπητήρι — το βλ. χτυπητήρι … Dictionary of Greek
χτυπητήρι — και κτυπητήρι, το, Ν 1. εργαλείο για την ανατάραξη αβγών και άλλων υλικών στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική 2. εργαλείο για το ξεσκόνισμα χαλιών, κλινοσκεπασμάτων, υφασμάτων 3. ρόπτρο θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ / κτυπώ + κατάλ. τήρι (πρβλ.… … Dictionary of Greek